- κατακινώ
- κατακινῶ, -έω (Α)συγκινώ βαθιά κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακίνησις — κατακίνησις, ἡ (Α) [κατακινώ] έντονη κίνηση … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek